προβουλεύω

προβουλεύω
ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α
νεοελλ.
(η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, -η, -ο
προσχεδιασμένος, προμελετημένος
αρχ.
1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων
2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με προβούλευμα («ἡ βουλὴ ταῡτα προβεβούλευκε», Δημοσθ.)
3. (για τους άρχοντες, τους προβούλους) προτείνω ψήφισμα, υποβάλλω απόφαση προκειμένου να επικυρωθεί από τη βουλή με ψηφοφορία
4. είμαι πρώτος στη βουλή και στην επιψήφιση τών προβουλευμάτων, έχω πρωτεύουσα ή βαρύνουσα γνώμη μέσα στη βουλή
5. προνοώ για το καλό κάποιου («καὶ κήδομαί σου καὶ προβουλεύω μόνος», Αριστοφ.)
6. (μέσ. και παθ.) προβουλεύομαι
α) συζητώ, συσκέπτομαι πρώτος ή πριν από άλλον
β) επιτρέπω με προβούλευμα
γ) αποφασίζω για κάτι εκ τών προτέρων
7. (ως απρόσ.) προβεβούλευται [ὅπως]
έχει αποφασισθεί με προβούλευμα
β. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ προβεβουλευμένον
βούλευμα, απόφαση τής ρωμαϊκής συγκλήτου, προβούλευμα
9. φρ. α) «προβουλεύω τοῡ δήμου» — σκέπτομαι, προνοώ υπέρ τού δήμου ή πριν από τον δήμο
β) «μὴ προβουλεύσας» — χωρίς προμελέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + βουλεύω/βουλεύομαι «σκέπτομαι, αποφασίζω» (< βουλή «σκέψη»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προβουλεύω — contrive pres subj act 1st sg προβουλεύω contrive pres ind act 1st sg προβουλεύω contrive pres subj act 1st sg προβουλεύω contrive pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλεύσουσι — προβουλεύω contrive aor subj act 3rd pl (epic) προβουλεύω contrive fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προβουλεύω contrive fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προβουλεύω contrive aor subj act 3rd pl (epic) προβουλεύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλεύσουσιν — προβουλεύω contrive aor subj act 3rd pl (epic) προβουλεύω contrive fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προβουλεύω contrive fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προβουλεύω contrive aor subj act 3rd pl (epic) προβουλεύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλεύῃ — προβουλεύω contrive pres subj mp 2nd sg προβουλεύω contrive pres ind mp 2nd sg προβουλεύω contrive pres subj act 3rd sg προβουλεύω contrive pres subj mp 2nd sg προβουλεύω contrive pres ind mp 2nd sg προβουλεύω contrive pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλευθέντα — προβουλεύω contrive aor part pass neut nom/voc/acc pl προβουλεύω contrive aor part pass masc acc sg προβουλεύω contrive aor part pass neut nom/voc/acc pl προβουλεύω contrive aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλευσαμένων — προβουλεύω contrive aor part mid fem gen pl προβουλεύω contrive aor part mid masc/neut gen pl προβουλεύω contrive aor part mid fem gen pl προβουλεύω contrive aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλευσάμενον — προβουλεύω contrive aor part mid masc acc sg προβουλεύω contrive aor part mid neut nom/voc/acc sg προβουλεύω contrive aor part mid masc acc sg προβουλεύω contrive aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλευόμενον — προβουλεύω contrive pres part mp masc acc sg προβουλεύω contrive pres part mp neut nom/voc/acc sg προβουλεύω contrive pres part mp masc acc sg προβουλεύω contrive pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλευόντων — προβουλεύω contrive pres part act masc/neut gen pl προβουλεύω contrive pres imperat act 3rd pl προβουλεύω contrive pres part act masc/neut gen pl προβουλεύω contrive pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλεύει — προβουλεύω contrive pres ind mp 2nd sg προβουλεύω contrive pres ind act 3rd sg προβουλεύω contrive pres ind mp 2nd sg προβουλεύω contrive pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”